«Έγκλημα και Τιμωρία»: μια φαινομενολογική ερμηνεία της θέσης και της διαδοχής του πατέρα



Του Dr. Βασιλάκου Γεωργίου
 Η εισήγησή μας έχει τουλάχιστον τρεις περιορισμούς:
 1) Εξετάζει κάποια φαινόμενα από την προ-οπτική ενός άντρα, και εξετάζει αυτά τα
φαινόμενα, π.χ. της διαδοχής και της επιτυχούς συνέχειας της ζωής, ωσάν αυτά να αφορούσαν μόνον τους άντρες. Επομένως, μια κριτική για μεροληψία και μονομέρεια θα ήταν πολύ δικιολογημένη.
2) Τα ζητήματα της συνέχειας και της διαδοχής εννοούνται με τέτοιον τρόπο λες και η μόνη δυνατή θεώρηση του χρόνου να ήταν γραμμική – από το παρελθόν προς το παρόν και κατόπιν προς το μέλλον. Όμως η γραμμική θεώρηση του χρόνου, αυτή που καταγράφεται στα ρολόγια και τα ημερολόγια, αποτελεί σύλληψη και κατασκευή του ανθρώπου, αποτελεί ένα πολιτισμικό γεγονός. Στη φύση ο χρόνος είναι κυκλικός, και ως θεμελιωδώς κυκλικός εννοείται ακόμα και σήμερα από πολλούς, μη Δυτικούς, πολιτισμούς. Εμείς, μιλώντας για διαδοχή των γενεών, για διαδοχή μιας θέσης σε μια σειρά, αμελούμε να σταθούμε στην ταυτόχρονη, με τη διαδοχή, με την ευθύγραμμη κίνηση, επιστροφή, σε ένα προηγούμενο σημείο, αμελούμε μία ταυτόχρονη κυκλική κίνηση. Για παράδειγμα, ναι μεν ο γιος αντικαθιστά τον πατέρα, αλλά παίρνει το όνομα του παππού. Σε κάθε περίπτωση, και στα πλαίσια της γραμμικότητας της διαδοχής και του ωρολογιακού χρόνου, θα είχε ενδιαφέρον να συζητηθεί το γεγονός ότι ο Ρασκόλνικοφ, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, ενεχυριάζει το ρολόι του πατέρα του, τη μόνη χειροπιαστή κληρονομιά του πατέρα του σε αυτόν, στη γυναίκα που αργότερα θα δολοφονήσει. Σάματις να έπρεπε να απαρνηθεί τον συμβατικό, γραμμικό χρόνο, τον χρόνο που μετρούν τα ρολόγια, έναν χρόνο που το επόμενο λεπτό διαδέχεται οριστικά και αμετάκλητα αυτό το λεπτό που μιλάμε, και η αυριανή μέρα τη σημερινή. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο αριστούργημα του Γ. Φώκνερ «Η Βουή και το Πάθος» εμφανίζεται κάτι πολύ παραπλήσιο. Ο πρωταγωνιστής, ο παρθένος Κουέντιν Κόμπσον, που θα αυτοκτονήσει σε ηλικία 21 ετών, καταστρέφει το ρολόι του πατέρα του, που εκείνος του είχε δώσει για δώρο. Το πρωί, πριν να αυτοκτονήσει, ο Κουέντιν το σπάει, σκεφτόμενος ότι «μόνο όταν σπάσει το ρολόι αρχίζει ο χρόνος», προφανώς εννοώντας ότι αρχίζει ο κυκλικός χρόνος της φύσης.
3) Ένας τρίτος περιορισμός έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ομιλών δεν είναι ψυχαναλυτής και επομένως δεν κάνει χρήση ψυχαναλυτικών εννοήσεων που θα μπορούσαν να φωτίσουν περαιτέρω το θέμα του. Δεν εμπλέκει στη συζήτηση ούτε το δυναμικό ασυνείδητο, ούτε κάποιους συμβολισμούς, ούτε συζητά αναλογίες που θα ήταν παραδεκτές και από μία φαινομενολογική προ-οπτική π.χ. ότι ο Ρασκόλνικοφ δολοφονεί δύο μόνες γυναίκες που μοιάζουν ιδιαίτερα με τη δική του μητέρα και την ορφανή αδελφή του, και συνεπώς δεν συζητά τη λύση που αυτός προκρίνει σε πιθανά αιμομικτικά διλήμματα.

Και μια παρατήρηση:  Όπως φαίνεται από την αγγλική περίληψη, συχνά καταφεύγουμε στην ετυμολογική συγγένεια των λέξεων στην αγγλική π.χ. στην ετυμολογική συγγένεια των λέξεων succession (διαδοχή, κληρονομιά και συνέχεια) και success (επιτυχία), γενιά (generation) και ανα-γέννηση (regeneration). Κάποτε, μια ξένη γλώσσα μπορεί να αποκαλύπτει περισσότερο από την ελληνική κάποιες ενδογενείς συνάφειες.  
Το μυθιστόρημα του Φ. Ντοστογιέγσκι «Έγκλημα και Τιμωρία» απεικονίζει έναν κόσμο συγκρούσεων και διενέξεων, ένα σύμπαν ανομίας και κάποτε ασυναρτησίας, όπου οι χαρακτήρες, και ιδίως οι άρρενες, παρουσιάζονται είτε άβουλοι, είτε, αντίθετα, υπερβουλιτικοί. Κάποτε, η μία και η ίδια φιγούρα παρουσιάζεται ταυτόχρονα και άβουλη και υπερβουλητική, αποτελώντας ίσως παράδειγμα αυτού που ο Wittgenstein, όπως ερμηνεύεται  από τον L.A. Sass, ονομάζει « σολιπσισμό» (από το “solus ipsus” –  «εγώ μόνος μου»). Ο σολιπσιστής που ενίοτε παρουσιάζεται παντελώς παθητικός, και με την έννοια του ανενεργούς και με την έννοια ότι τα γεγονότα της ζωής του βιώνονται ως «παθήματα», άλλοτε εμφανίζεται ως ένα πανίσχυρο υποκείμενο που μπορεί να συγκροτεί τον κόσμο με τις ενέργειές του, είτε αυτές είναι ενέργειες της συνείδησης είτε είναι πολύ πρακτικές ενέργειες. Κατά τον L. A. Sass, μεγάλο μέρος του παραληρήματος του Schreber, ενός άλλου χαρακτήρα με άξια μνείας σχέση με τον πατέρα του και με τις επόμενες πατρικές φιγούρες, όπως επίσης και με προβλήματα διαδοχής, εφόσον δεν είχε απογόνους, θα μπορούσε να κατανοηθεί από αυτήν την προ-οπτική. Πέρα από τα ζητήματα της βούλησης, ο σολιπσιστής εμφανίζει δύο ακόμη εξόφθαλμα χαρακτηριστικά: μία απεμπλοκή από τον κοινό κόσμο των καθημερινών καθηκόντων και των ανώνυμων ρόλων και μια νοσηρή ενδοσκόπηση, όπου ακόμα και όσα περνούν κανονικά απαρατήρητα γίνονται εστία του βλέμματος και εξονυχιστικής ανάλυσης. Είναι γνωστή η αδυναμία των ψυχωτικών ασθενών να ενσαρκώνουν ανώνυμους κοινωνικούς ρόλους, μιλώντας λαϊκά να «παίξουν» τον ρόλο του μαθητή, του στρατιώτη ή του συζύγου, αλλά η νοσηρή τους ενδοσκόπηση, τουλάχιστον στα πρόδρομα στάδια της νόσου, σπάνια συζητιέται… Μια ενδοσκόπηση που δεν έχει να κάνει μόνο με έναν αναλυτικό μηρυκασμό σκέψεων και συναισθημάτων αλλά με μιαν παρατήρηση και ανάλυση των ίδιων των διαδικασιών της πράξης και του βιώματος – περπατάει κανείς και, ταυτόχρονα παρατηρεί και αναλύει το περπάτημά του, μιλάει ή ακούει τον άλλον και ταυτόχρονα παρατηρεί και αναλύει την ένταση των ήχων ή την ετυμολογία των λέξεων, πράγμα που συνέβαινε με έναν δικό μας ασθενή που έχουμε συζητήσει σε άλλη περίσταση. Αυτά, τα τελευταία, έχουν ως αποτέλεσμα μιαν ηλεκτρική υπερένταση του ασθενούς, μια σύγχυση και εξάντληση, φαινόμενα που είναι πολύ κατανοητά εφόσον ο ασθενής εστιάζει και καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για ενέργειες που δεν απαιτούν καμία προσοχή, ανάλυση και προσπάθεια.
      Όλες οι κριτικές του Ρασκόλνικοφ, του βασικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Έγκλημα και Τιμωρία», τον χαρακτηρίζουν, είτε συνολικά είτε για μεγάλο μέρος του βίου του, ως ψυχωτικό, παραληρηματικό ή, με μια καθημερινή έκφραση, «τρελό». Προφανώς, δεν εμφανίζεται κάποια τυπική ψύχωση, με τυπική διαδρομή και συμπτώματα, αλλά θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι εκδηλώνει όλα τα φαινόμενα που προαναφέραμε. Όμως, στην σημερινή μας εισήγηση, θα παραμείνουμε μόνο στα ζητήματα της ασθενικής ή υπερβολικής βούλησης, της απουσίας ή ανεπάρκειας του πατέρα και της συνεπαγόμενης προβληματικής διαδοχής και «επιτυχίας» της συνέχειας της ζωής.
       Οι συνέπειες της απουσίας ή της ανεπάρκειας του πατέρα και της πατρικής λειτουργίας έχουν περιγραφεί από πολλές προ-οπτικές. Όμως, επιτρέψτε μου μια παρέκβαση - ελάχιστα αναφέρονται σε σχέση με τη διαδοχή και τη «επιτυχή» συνέχεια της ζωής του ίδιου του πατέρα, όταν ο γιος είναι απών ή ανεπαρκής. Στη χριστιανική πίστη, η έννοια του πατέρα Θεού συνεπάγεται ταυτόχρονα την έννοια της Υιότητας, με την έννοια της φαινομενολογικής συνεπαγωγής – με την έννοια που η μία όψη του κέρματος προϋποθέτει την άλλη. Για τον απτό πατέρα του κόσμου μας, στα ιερά κείμενα του Βραχμανισμού, τα Gurada Puranas, λέγεται ότι «δεν υπάρχει σωτηρία για τον άνθρωπο που δεν έχει γιο». Αν και αυτή η  διαπίστωση αναφέρεται στο πεπρωμένο του πατέρα, ενός πατέρα δίχως γιο, ενώ εμείς μέχρι τώρα και στη συνέχεια, όπως και η βιβλιογραφία στη συντριπτική της πλειοψηφία, αναφερόμαστε στο πεπρωμένο ενός γιου χωρίς, ή με ανεπαρκή, πατέρα, θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε κάποια ζητήματα που σχετίζονται με τη διαδοχή των γενεών γενικά και την ανα-γέννηση του κάθε προσώπου που συνεπάγεται η διαδοχή γενικά. Εδώ, η σωτηρία αναφέρεται στην πιθανότητα ανα-γέννησης του προσώπου μετά τον θάνατο, καθότι, σύμφωνα με την πίστη, μια νέα ζωή ξεκινά αμέσως μετά τα τελετουργικά της κηδείας και της αποτέφρωσης. Αν δεν υπάρχει γιος να αναλάβει τα μεταθανάτια τελετουργικά, ή αν υπάρχει και τα εκτελέσει πλημμελώς, τότε η διαδοχή και των δύο, στις αντίστοιχες ζωές τους, θα είναι πολύ προβληματική. Ο εκλιπών θα αποτελεί μια νοσηρή εκδοχή προγόνου, δεν θα είναι καν πρόγονος αλλά ένα στοιχειό που θα επιστρέφει και θα βασανίζει τους επιζώντες και ο απόγονος θα καταλάβει μια υποδεέστερη θέση στην αλυσίδα της μετενσάρκωσης, δεν θα είναι απόγονος, διάδοχος (successor) ενός ανθρώπου, πετυχημένη (successful) συνέχεια μιας ανθρώπινης ύπαρξης αλλά η υποστροφή της. Εδώ, η διαδοχή των γενεών, όπως επισφραγίζεται, οριστικότερα από κάθε άλλη διαδικασία, από την νεκρώσιμη διαδικασία σημαίνει την ανα-γέννηση του νεκρού πατέρα ως πρόγονου και την ανα-γέννηση του γιου ως απόγονου.
       Στο έργο του Ντοστογιέφσκι περιγράφεται η κλασική εκδοχή της απουσίας ή της ανεπάρκειας του πατέρα και η προβληματική θέση του γιου. Ο ήδη νεκρός πατέρας του Ρασκόλνικοφ δεν αναφέρεται πουθενά, εκτός σε σχέση με το ρολόι του, που ήδη αναφέραμε, και σε ένα όνειρο του Ρασκόλνικοφ στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Σε αυτό το όνειρο, ο Ρασκόλνικοφ συνοδεύεται από τον πατέρα του στο δρόμο για το νεκροταφείο. Έξω από μία ταβέρνα, πολλοί μεθυσμένοι άντρες βασανίζουν και θανατώνουν βάναυσα μια φοραδίτσα. Ο πατέρας αρνείται να εμπλακεί στο επεισόδιο, αρνείται να συντρέξει το τρομοκρατημένο παιδάκι, το παιδάκι που κλαίγοντας αγκαλιάζει τη φοραδίτσα, παρά το μόνο που λέει είναι: «πάμε σπίτι, είναι μεθυσμένοι, δεν μας πέφτει λόγος». Είναι μια πρώτη ένδειξη της ανεπάρκειας του πατέρα, μιας ανεπάρκειας που στη συνέχεια γίνεται πολύ εμφανής σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι πατέρες, και πράγματι είναι μεγαλύτερης ηλικίας και νυμφευμένοι – ο Μαρμελάντωφ είναι αλκοολικός, παντελώς άβουλος και ανεύθυνος, ο Σβιντριγκάιλοφ, πρώην χρεοκοπημένος χαρτοπαίκτης, νυμφεύεται για να εξασφαλιστεί οικονομικά, δεν έχει παιδιά και φλερτάρει με πολύ νεαρότερες γυναίκες που θα μπορούσαν να ήταν οι κόρες του. Ο θάνατός τους αποτελεί παράδειγμα της άβουλης και, αντίστοιχα, της υπερβουλητικής ύπαρξης στον κόσμο, που ο σολιπσιστής Ρασκόλνικοφ ενσαρκώνει, όχι διαζευκτικά όπως αυτοί αλλά ταυτόχρονα. Ο θάνατος του πρώτου είναι τυχαίος, όταν ασύνειδος και μεθυσμένος, παρασύρεται από μιαν άμαξα., του δεύτερου είναι προμελετημένος, ο θάνατος μιας υπερβουλητικής ύπαρξης που αυτοκτονεί έχοντας τακτοποιήσει λεπτομέρειες και εκκρεμότητες. Πυροβόλησε το κεφάλι του, όπως συνήθως το πυροβολούν οι άνθρωποι με υπερτροφική συνείδηση.
        Πέρα από τη διάχυτη και διαβρωτική ανομία που συνεπάγεται η απουσία ή ανεπάρκεια του πατέρα, η παρουσία του θα εξασφάλιζε μία θέση σε μία σειρά, και στη συνέχεια τη δυνατότητα για τη διαδοχή αυτής της θέσης και την απαρχή μιας νέας σειράς. Ο γιος που έχει μια συγκεκριμένη θέση σε μία σειρά, γίνεται αργότερα πατέρας, ή γαμπρός του συζύγου της αδελφής του και θείος των παιδιών τους, καταλαμβάνοντας μια νέα θέση σε μια νέα σειρά. Η αποδοχή της λειτουργίας και της θέσης του πατέρα υπονοεί ότι τους αποδίδεται μια σημασία και κάποια αξία, και συνεπώς αποκτά νόημα η επιθυμία και ο ανταγωνισμός για τη θέση, τη διαδοχή και την κληρονομιά του. Όμως, ο Ρασκόλνικοφ δεν εμφανίζεται στη θέση καμίας σειράς, αρνείται τη νέα θέση του γαμπρού ή του μελλοντικού θείου, πολεμώντας λυσσαλέα τον επικείμενο γάμο της αδελφής του με τον Λούζιν, γάμος που τελικά ματαιώνεται. Επιχειρεί να υπερβεί αυτήν την παράξενη μη θέση του με ένα «άλμα μέσω του εγκλήματος» που θα τον έφερνε στο πέρας μιας ανύπαρκτης σειράς, πέρας το οποίο θα ήταν ταυτόχρονα η απαρχή μιας νέας, και εξαιρετικής, σειράς, θα τον έφερνε «στη θέση του Ναπολέοντα και στην απαρχή μιας δυναστείας». Μιας δυναστείας αμφίβολης επιτυχίας, συνέχειας και διαδοχής, αφού τόσο η παρελθούσα όσο και η μελλοντική διαδοχή έχει ήδη αποκλειστεί.
     Αναφερθήκαμε συνοπτικά στα προβλήματα της παρελθούσας διαδοχής, Για τη μελλοντική διαδοχή, τη διαδοχή του εαυτού του, αναδεικνύεται το αξεπέραστο εμπόδιο της παρθενίας του, και της πολύ ιδιαίτερης σχέσης του με τις γυναίκες. Η πρώτη, που αναφέρεται ακροθιγώς, είναι «άσχημη, μέτρια», βαρύτατα άρρωστη και σύντομα θα πεθάνει. Η δεύτερη, η Σόνια, κεντρικό πρόσωπο του έργου, είναι βαθύτατα θρησκευόμενη και εκδιδόμενη. Το ότι δεν έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους μπορεί να είναι κατανοητό από τα ήθη της εποχής - αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι δεν έχει καν σεξουαλικές επιθυμίες, ή έστω ενδιαφέροντα με έναν συμβατό τρόπο για την εποχή του – ενδιαφέροντα που εκδηλώνουν οι άλλοι άντρες π. χ. για την αδελφή του. Φαίνεται να ερωτεύεται τη Σόνια όταν έχει ήδη αποφασιστεί να παραδοθεί και εκείνη να τον ακολουθήσει στη Σιβηρία, όπου εκεί, σε μια συνάντησή τους πιστοποιείται ο έρωτάς τους. Πιστοποιείται ο έρωτάς του εκεί, στον τόπο της φυλάκισης και της εξορίας του. Ο αφηγητής λέει ότι εκεί «αρχίζει η ιστορία της ανα-γέννησής του, η βαθμιαία μετάβασή του από έναν κόσμο σε έναν άλλον». Σε πολλές, λεγόμενες, πρωτόγονες κοινωνίες, το παιδί, ή αργότερα ο έφηβος, πριν να περάσουν, αντίστοιχα, στο στάδιο της εφηβείας ή της ώριμης ηλικίας, πριν δηλαδή μια διαδοχή, εξορίζονται για ένα διάστημα από την κοινότητα σε έναν τόπο όπου λιμοκτονούν ή και τιμωρούνται ή σημαδεύεται το σώμα του με κάποια σημάδια. Για τους ιθαγενείς, ο τόπος της μετάβασης, το όριο και το κατώφλι δύο κόσμων, είναι τόπος στέρησης, τιμωρίας και τραύματος.. Από μια άποψη η θρησκευτική μεταστροφή του Ρασκόλνικοφ, που υπερτονίζεται από κάποιες κριτικές, είναι παράλληλη, ή επόμενη, μιας άλλης μεταστροφής που συμβαίνει εκεί. Η Σόνια μετατρέπεται σε αδελφή και μητέρα των συγκρατούμενών του, παύει να αποτελεί αντικείμενο του πόθου τους. Όταν εκείνη, συμβολικά, επανακτά την παρθενία της, τότε εκείνος χάνει ή εισέρχεται σε μια πορεία απώλειας της δικής του - δηλαδή εισέρχεται σε μια πορεία που αργότερα θα επιτρέψει την διαδοχή.
        Ο «χρόνος που διατίθεται για τη συζήτησή μας», ο γραμμικός και μετρήσιμος χρόνος με τα ρολόγια, δεν μας επιτρέπει να συζητήσουμε κάποια ζητήματα, που αναφέρονται στην περίληψή μας, και τα οποία, κάποιες φορές, είναι απόρροια της απουσίας ή της έκλειψης του πατέρα – τις περιπλοκές που προκύπτουν όταν τα θηλυκά μέλη της οικογένειας καταλαμβάνουν την χηρεύουσα θέση του και αναλαμβάνουν τις πατρικές λειτουργίες, δηλαδή όταν είναι μόνο αυτές που επικυρώνουν και διατηρούν τους κανόνες (ή τον νόμο, όπως το θέλουν κάποιοι) και διανέμουν τα υλικά αγαθά. Όταν η κληρονομιά (πάλι με τη έννοια της λέξης succession), είτε αφορά τον λόγο ή την περιουσία του πατέρα, περνά στις γυναίκες. Όλα αυτά είναι εξόφθαλμα στο έργο του Ντοστογιέφσκι, και αφορά όλους τους άντρες και τις γυναίκες που έχουνε κάποιο σημαντικό ρόλο στα δρώμενα.
     Ο χρόνος μας λοιπόν τελειώνει και θα τελειώσουμε με τον χρόνο. Η διαδοχή των γενεών είναι ανάλογη με την διαδοχή του χρόνου, όταν αυτός εννοείται ως γραμμικός, όπου η μία στιγμή διαδέχεται αμετάκλητα την προηγούμενη. Αυτός ο χρόνος, ως νόμος, ως ο πατέρας των πάντων, σημαίνει απώλεια της φυσικής παρθενίας και αθωότητας, σημαίνει εκτοπισμό, τιμωρία και τραύμα. Κάποτε ούτε ο πολύ απτός, πραγματικός πατέρας της καθημερινής μας ζωής, ούτε ο γιος του αποδέχονται αυτήν την εξέλιξη. Ο πατέρας παραπαίει, εκλείπει κι εξαφανίζεται, και ο γιος του είτε επαναλαμβάνει την ίδια διαδρομή, είτε εκτοξεύεται, σαν ευθύγραμμη σφαίρα, σολιπσιστκά, σε ένα σημείο του χρόνου και της γενεαλογίας πέρα από κάθε διαδοχή των στιγμών, είτε, αντίθετα, βυθίζεται στον κυκλικό χρόνο της φύσης, σ’ ένα αιμομικτικό σύμπαν, κατάργησης των διαφοροποιήσεων και των απαγορεύσεων, για να αποφύγουν, τάχατες, το μαρτύριο της διαδοχής και του χρόνου. Οι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η διαδοχή του χρόνου, η διαδοχή του πατέρα από τον γιο, είναι μαρτυρική και απάνθρωπη. Είναι απάνθρωπη ακριβώς γιατί είναι πολύ ανθρώπινη. Ο πατέρας του Κουέντιν, ένας άλλος άβουλος και μέθυσος πατέρας, έδωσε το ρολόι του στον γιο του Κουέντιν με την απίστευτη δήλωση: «ο Χριστός πέθανε στον σταυρό εξουθενωμένος από τους χτύπους ενός ρολογιού». Αν ισχύει αυτή η εκπληκτική εκδοχή, το μαρτύριο που επιβάλλουν οι άνθρωποι σε Εκείνον που κανέναν δεν διαδέχτηκε, που κανείς δεν θα Τον διαδεχτεί, που η όποια συζήτηση για συνέχεια και «επιτυχία» του βίου Του είναι ανόητη και αδιανόητη, είναι ασύλληπτο πράγματι. Δεν είναι ασύλληπτο γιατί είναι απάνθρωπο – είναι ασύλληπτο γιατί είναι το πιο ανθρώπινο όλων των μαρτυρίων. Ο άχρονος Πατέρας και ο Υιός Του, που είναι ένα και το αυτό, επιτέλους θα καταλάβουν τι είναι να είσαι πατέρας και γιος διαδοχικά, τι σημαίνει να υπόκεισαι στον χρόνο και τη διαδοχή των στιγμών του.






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια