Εορταστικές εκδηλώσεις στη Φλώρινα για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου


Πραγματοποιήθηκαν στη Φλώρινα με απόλυτη επιτυχία οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, με ευθύνη της Περιφερειακής Ενότητας Φλώρινας.
Την παραμονή της επετείου.....
τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη των πεσόντων εκ Φλωρίνης Εφέδρων Αξιωματικών στη διάρκεια του έπους του ΄40, στο μνημείο των Εφέδρων Αξιωματικών στην ομώνυμη πλατεία.
Ακολούθως, στην αίθουσα του Φ.Σ.Φ. «Ο Αριστοτέλης» πραγματοποιήθηκε η κεντρική εκδήλωση με ομιλητή τον π. Ιουστίνο Μπαρδάκα, Πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας.
Στο καλλιτεχνικό μέρος της εκδήλωσης συμμετείχαν:
α) η παιδική χορωδία «Δημήτρης Λιώτσης» του Φ.Σ.Φ. «Ο Αριστοτέλης» (διεύθυνση χορωδίας: Σοφία Μούλη, διδασκαλία χορωδίας: Αλεξάνδρα Παππά, δυνοδεία στο πιάνο: Χαρίκλεια Κατσιλάκη, Δέσποινα Αριστείδου)
β) ο μαθητής της 2ας τάξης της Ανωτέρας Σχολής Πιάνου του Ωδείου Φλώρινας Αντώνιος Σελεμίδης, που έπαιξε Rachmaninoff, Chopin και Χατζιδάκι.
γ) το χορευτικό του Φ.Σ.Φ. «Ο Αριστοτέλης» με παραδοσιακούς χορούς.
Την ημέρα της επετείου τελέστηκε επίσημη δοξολογία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Παντελεήμονος και επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο της πλατείας Γ. Μόδη, ενώ ακολούθησε προσκλητήριο πεσόντων Φλωρινιωτών κατά τον πόλεμο του 1940 – ’41.
Τέλος, πραγματοποιήθηκε και η καθιερωμένη μαθητική και στρατιωτική παρέλαση επί της Λεωφόρου Μακεδονομάχων.
Την κυβέρνηση στις εκδηλώσεις εκπροσώπησε η Ειδική Γραμματέας ΕΣΠΑ του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας κα Γεωργία Ζεμπιλιάδου, ενώ παρών ήταν και ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας κ. Γιώργος Δακής.
Η Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας θέλει να ευχαριστήσει και να συγχαρεί όλους όσοι συμμετείχαν και συνέβαλλαν στην επιτυχία των εκδηλώσεων.

Ακολουθεί η ομιλία του Αρχιμανδρίτη π. Ιουστίνου Μπαρδάκα:
ΤΑ ΔΥΟ ΟΧΙ
Τά χαράματα τς 28ης κτωβρίου 1940 τόν πρωθυπουργό τς λλάδος ωάννη Μεταξ πισκέφθηκε πρέσβυς τς ταλίας στήν λλάδα μανουήλ Γράτζι καί το πέδωσε τελεσίγραφο μέ τό ποο φασιστική κυβέρνηση Μουσολίνι ζητοσε νά καταλάβει στρατηγικά σημεα τς λλάδος νοπλα. πως σημειώνει Γράτσι στό βιβλίο του « ρχή το τέλους. πιχείρηση κατά τς λλάδος» (κδοση στία, θήνα 1980, σελ. 272-274)  ταλική κυβέρνηση ζήτησε πό τήν λληνική κυβέρνηση «όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς, τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου».
λληνας Πρωθυπουργός μπροστά σέ ατήν τήν πρόκληση χωρίς περιστροφές καί διπλωματικούς λιγμούς ρνεται τήν ποταγή στίς ταλικές πειλές καί πευθυνόμενος στόν πρέσβυ Γκράτσι στά Γαλλικά το λέγει: «alors, cest la guerre», «πόλεμος, λοιπόν!». Στή συ7νέχε μνημειώδες διάγγελμά του 
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζούμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι, προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μαςπαραδόσεις.Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
εδηση γιά τήν κήρυξη το πολέμου πεσε σάν στραπή στήν λλάδα πού μόλις ξυπνοσε. Τί περίεργο μως! στραπή δέν φερε μπόρα καί ναστάτωση, φόβο καί ττοπάθεια. ντίθετα, γέννησε θύελλα νθουσιασμο. Μιά θύελλα κάθε λλο παρά πρωτόγνωρη γιά τό βασανισμένο Γένος τν λλήνων. Γράφει γγελος Σικελιανός στό περιοδικό «στία» στίς 15 Νοεμβρίου 1940 (τ. 334) μνολογώντας τή μεγάλη μέρα, τήν μητέρα μέρα, τήν 28η κτωβρίου 1940: «Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε : Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!
Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια, πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία, Ν ι κ η τ έ ς, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της πνευματικής ανάπλασης ολόκληρης της γης!
Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο, όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας! Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη! Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε!
Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι, στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!»
κενο τό πρωινό τς Δευτέρας τς 28ης κτωβρίου 1940 ο πανέλληνες ξεχύθηκαν στούς δρόμους κρατώντας στά χέρια τους τή γαλανόλευκη, πευφημώντας τήν ρνηση το Πρωθυπουργο τους καί συμπυκνώνοντας ατή τήν ρνηση σέ μιά λέξη-βροντή, πού μελλε νά γίνει τό σύνθημα λου το πους το 1940. «ΟΧΙ». Βροντοφώναξαν τό «ΟΧΙ» σέ λους ατούς πού πιβουλεύτηκαν τήν θνική τους νεξαρτησία καί λευθερία, τήν προσωπική τους ξιοπρέπεια, τό δικαίωμα στή δημιουργία καί στήν τιμή. Βροντοφώναξαν ΟΧΙ, πως καί ο πρόγονοί τους στό παρελθόν. «Τό ΟΧΙ το 1940 εναι τό διο μέ το Προμηθέα καί τς ντιγόνης. Ατός λαός πού γιορτάζει τό ΟΧΙ, εναι διος πού πολέμησε στόν Μαραθώνα, πού ψαλε νικητήρια τροπάρια μές στήν για-Σοφιά καί πού θυσιάστηκε στό Σούλι καί στό Μεσολόγγι. τσι ταν ο πρτοι νεκροί  γειραν στό χμα νά περάσουν τήν πρώτη νεκρική νύχτα, κοιμήθηκαν στή γ πού γέννησε τήν πιό ψηλή πανάρχαιη ρνηση το λεύθερου νθρώπου, κάτω πό τόν διο ναστρο ορανό πού εχε ξενυχτήσει τούς ρωες τς Σαλαμίνας» γραφε Γάλλος πολιτικός καί λογοτέχνης Μαρλώ.
κπλήσσει πραγματικά τό μόθυμο καί μοειδές πνεμα τν λλήνων. Παρ’ τι λλάδα ταν διηρημένη πολιτικά, λόγω τς δικτατορίας το Μεταξ, παρ’ τι διαφορές κοινωνικές καί ταξικές ταλάνιζαν τήν καθημερινή ζωή, ν τούτοις μπροστά στόν κίνδυνο τς δουλείας ο λληνες νώθηκαν, γιναν μία γροθιά, να σμα, μία ψυχή μέ ναν καί μόνον στόχο. Τήν προάσπιση τν πατρώων. «Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων», γράφει Στρατς Μυριβίλης λίγες μέρες μετά τήν 28η κτωβρίου 1940.( Νέα στία, 15 Νοεμβρίου 1940, τ. 334) «με την οποίαν αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο μέσα στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της.
Δεν έγινε αυτό με εξαναγκασμούς ούτε με φοβέρες. Τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων πρόσφεραν τους πληγωμένους εγωισμούς των, τις φιλοδοξίες και τα μίση και τα πάθη τους τα πολιτικά, και τους προσωπικούς φθόνους και τις ματαιοδοξίες τους, πρόσφεραν τις κοσμοθεωρίες τους και τις διαφωνίες τους και τις αυταρέσκειές τους, πρόσφεραν τις ελευθερίες τους στο βωμό της Ελλάδας, με τον ίδιο τρόπο που τα ζευγάρια πρόσφεραν τις χρυσές βέρες τους και οι πτωχές υπηρέτριες τις οικονομίες τους. Έτσι οι πεντακόσιες χιλιάδες των στρατευμένων νέων πρόσφεραν τα νειάτα και τη ζωή τους. Όλοι με λεύτερη τη θέληση, όλοι από το περίσσευμα της καρδιάς».
λλάδα επε τό ΟΧΙ μόνη καί βοήθητη. Δέν λπισε σέ καμιά μεγάλη δύναμη, σέ καμιά σχυρή συμμαχία, σέ κανέναν στρατιωτικό ξοπλισμό. Ατό πού καμε ταν μιά τρέλα. Ο ταλοί περτεροσαν συντριπτικά καί σέ νθρώπινο μάχιμο δυναμικό καί σέ στρατιωτικό ξοπλισμό. γώνας ατός ταν καθαρή παραφροσύνη. Γιά τόν λληνα μως ατό πού πολλοί Ερωπαοι νόμασαν παραφροσύνη ποτελοσε τό πέρτατο χρέος πρός τούς πογόνους καί τούς πιγόνους. «να πό τά γνωρίσματα το θνικο λληνικο θους εναι τι στή σύγκριση τν στιγμν το γώνα θέτει πάντα πιό ψηλά τή θυσία πό τήν πιτυχία. πάρχει νας σχυρός τόνος ρομαντισμο σ’ ατήν τήν ποτίμηση. ρεαλιστής λογαριάζει τό ποτέλεσμα. Τόν ρομαντικό γοητεύει προσπάθεια πού διατηρε τήν ξία της καί ταν τό ποτέλεσμα δέν εναι τό προσδοκώμενο. Καί ποψη ατή χει ψηλό θικό νόημα. Τά ποτελέσματα τν πράξεών μας δέν ξαρτνται πό μς. προσπάθεια μως εναι ντελς δική μας. Χρέος μας εναι νά γωνιζόμαστε. Τήν πιτυχία τήν δίνουν καί λλες ατίες καί συχνά σύμπτωση. Πόσο ψηλότερα τοποθετε λαός μας ατός τή θυσία πό τή νίκη, φαίνεται καθαρά πό τή συναισθηματική πήχηση, πού χουν στήν ψυχή του ντίστοιχα γεγονότα πό τήν στορία το παρελθόντος του. Δηλαδή κτιμ περισσότερο τίς Θερμοπλες πό τόν Μαραθώνα. περηφανεύεται πιό πολύ γιά τό Μεσολόγγι παρά γιά τήν λωση τς Τριπολιτσς. Καί ν μέσα στή θυσία κάθε νθρωπος ασθάνεται συγκλονιστικότερα τό δραματικό μεγαλεο τς πάλης, τόν λληνα τόν δίδαξε στορία του νά ταυτίζει τό χρέος μέ τή θυσία, νά θεωρε κλρο καί μοίρα το θνους του τίς δύσκολες στιγμές καί χι τήν κθαμβωτική πιτυχία, λλά τή θυσία πού ψώνει τόν συντριμμένο πάνω άπό τόν νικητή».  
Αὐτό εἶναι τό διαχρονικό ἑλληνικό ἦθος. Τό ἦθος πού δέν ζυγίζει, δέν μετρᾶ, δέν ὑπολογίζει, δέν βολεύεται, ἀλλά θεωρεῖ νίκη τήν πάλη, τόν ἀγώνα, τή θυσία, τό θάνατο. Αὐτό τό ἦθος ἀναστήθηκε ἐκεῖνο τό πρωινό τῆς Δευτέρας τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 σάν ἀπό μνῆμα καί πυροδότησε τίς καρδιές καί τίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων. Οἱ περιγραφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί τό ὁπτικοακουστικό ὑλικό πού διασώθηκε ἀποτυπώνουν ἤ καλύτερα ἁγιογραφοῦν αὐτό τό ἦθος τῶν Ἑλλήνων τοῦ ‘40. Μεθυσμένοι οἱ Ἕλληνες ἀπό τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ‘21 ξεχύθηκαν στά βουνά τῆς Βορείου Ἡπείρου κραυγάζοντας τήν νικητήρια ἰαχή «ἀέρα». Πολεμοῦσαν ὄχι γιά χρήματα, οὔτε γιά συμφέροντα, ἀλλά πολεμοῦσαν γιά τήν ἀλήθεια, τήν ἐλευθερία, τή δικαιοσύνη, τήν ἀξιοπρέπεια, τήν τιμή. Πολεμοῦσαν ὑπέρ βωμῶν καί ἐστιῶν. Ἄνδρες καί γυναῖκες. Νέοι καί γέροντες. Οἱ ἄνδρες στό μέτωπο πολεμώντας ἕως θανάτου, οἱ γυναῖκες στά μετόπισθεν πλέκοντες μάλλινες κάλτσες καί φανέλες καί μεταφέροντας πολεμοφόδια μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους στήν πρώτη γραμμή καί προσευχόμενες στήν γλυκιά Παναγιά νά φέρει πίσω ζωντανά τά παλικάριά τους. Καί ἡ Παναγιά ἄκουγε τίς προσευχές τους.
Ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ἔγγραφες μαρτυρίες τῶν μαχητῶν γιά τίς θαυματουργικές ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας στό μέτωπο καί τήν προστασία τῶν μαχητῶν. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε μία. Εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ διοικητοῦ τοῦ 51ου ἀνεξάρτητου τάγματος Πετράκη καί συνέβη στήν κορυφογραμμή Ροντένη, πού βρίσκεται δεξιά τῆς Κλεισούρας. «Κάθε βράδυ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στίς 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, απ’ όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ήμερες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οι ομοβροντίες των ιταλικών κανονιών.- Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας απ’ αυτούς τους δαίμονες. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω απ’ αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ’ ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.- Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.- Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν. Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη νια την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σε δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο».
Ἔχοντας αὐτήν τήν πίστη, αὐτές τίς ἀρχές, αὐτές τίς ἀξίες κατάφεραν «μιά χούφτα Ἕλληνες» ὅπως συχνά ἔλεγε ὁ μακαριστός ποιμενάρχης μας π. Αὐγουστῖνος νά ἐκτοπίσουν τούς Ἰταλούς μέχρι τήν Ἀδριατική καί νά γράψουν καί πάλι ἔπη ἡρωικά καί πανέδοξα, ἀφήνοντάς τα πολύτιμη παρακαταθήκη στούς ἐπιγόνους.
μεσο μως τίθεται τό ρώτημα κατά πόσο μες ο πίγονοι ατν τν ρώων, 71 χρόνια μετά πό τό δικό τους πος, καταφέραμε νά διαφυλάξουμε τή δική τους παρακαταθήκη νόθευτη καί νά τήν παραδώσουμε βελτιωμένη στίς γενεές πού έρχονται. Φοβομαι πώς ν θελήσουμε νά παντήσουμε ελικρινά στό ρώτημα πολύ θά πονέσουμε. Παρά τατα τό τολμομε.
71 χρόνια μετά τόν δικό τους γώνα καί τή δική τους θυσία, μες ο πίγονοι ατν τν ρώων καταντήσαμε τό γαθό τς λευθερίας καί τς θνικς κυριαρχίας πού ατοί μέ αματα καί δρτες μς πρόσφεραν, νά τό διαπραγματευόμαστε στά ερωπαϊκά καί διεθν οκονομικά φόρουμ ντί πινακίου φακς.  Πιστέψαμε πώς μπορομε νά δημιουργήσουμε μιά λλάδα νέα, σύγχρονη, πολιτισμένη χωρίς τήν δική τους πίστη, τίς δικές τους ρχές,  τή δική τους φιλοτιμία, τή δική τους φιλοπατρία. ποκαλέσαμε σοβινισμό τόν πατριωτισμό, φονταμενταλισμό τήν πίστη στόν Χριστό καί στήν ρθοδοξία, συντηρητισμό τήν φοσίωση σέ δανικά καί ρχές. Στηριχθήκαμε στό εκολο χρμα, στήν ψεύτική εμάρεια, καί κάναμε τρόπο πετυχημένης ζως τό βόλεμα καί τή μίζα. Χτυπήσαμε θεσμούς αώνων πως τήν κκλησία, τήν παιδεία, τη δικαιοσύνη, τό στρατό. Μιλήσαμε πολύ γιά λευθερία καί καταντήσαμε σύδοτοι, γιά λήθεια καί βουτηχτήκαμε στό ψέμμα, γιά δικαιοσύνη καί πνιγήκαμε στό δικο, γιά σότητα καί δημιουργήσαμε στρατιές δούλων. Καυχηθήκαμε τι θά φέρουμε νέον έρα στά πράγματα τς λλάδος καί σήμερα τμόσφαιρα ζει θάνατο. σο καί ν εναι δύσκολο καί σκληρό νά τό ποδεχθομε ατές εναι ο πιτυχίες τν νεοελλήνων, ο δικές μας πιτυχίες. Παραδώσαμε τήν χώρα μας σέ μιά διότυπη πνευματική καί οκονομική δουλεία. Καί ταν πρεπε νά νορθώσουμε τό νάστημά μας καί νά πομε σέ λους ατούς πού πειλον μμέσως μέσως τήν κεραιότητα τς πατρίδας μας να ρωικό ΟΧΙ, μες συμβιβαστήκαμε μέ ποταπά διοτελ συμφέροντα.  
μως τό αμα λων ατν πού πέθαναν γιά μιά λεύθερη καί νεξάρτητη πατρίδα βο. Διαμαρτύρεται. Κραυγάζει: «Εναι δικο, δικο γιά τόν γώνα μας, δικο γιά τή θυσία μας, δικο γιά τήν προσφορά μας».  μυστική ατή βοή ποκτ δύναμη ταν κουρνιάσει στή καρδιά κάθε λληνα πού κόμα πον γιά τήν πατρίδα του. Γίνεται λπίδα δυνατή καί γώνας διαρκής γιά τήν πόκτηση λων ατν πού χάσαμε. Μεταβάλλεται σέ να χηρό ΟΧΙ πρός κάθε ναν πού πειλε τήν πατρίδα μας. Καί δημιουργε ναν περίεργο πόλεμο, πόλεμο ναγκαο μιά πού, πως γραφε   Παλος Παλαιολόγος στήν φημερίδα «λεύθερον Βμα» τήν 29 κτωβρίου 1940:
«Κακός είναι ο πόλεμος. Αλλά υπάρχει κάτι πιο απαίσιο κι απ’ αυτόν ακόμα, η λάσπη που πέφτει και κηλιδώνει τις υπολήψεις των λαών όταν θελήσουν να τον αποφύγουν με θυσία της τιμής τους. Τέτοιες κηλίδες τίποτα δεν είναι ικανό να τις καθαρίσει. Ούτε το σβήσιμο της γενεάς που τις έχει προκαλέσει. Οι γενεές φεύγουν, αλλά μένουν οι σελίδες της Ιστορίας, για να θυμίζουν τη ντροπή. Μένουν οι μεταγενέστεροι, και ζητούν ευθύνες από τη στάχτη μας.
Στρατιώτες της ειρήνης όσο δεν προσβάλλεται η Ελευθερία και το Δίκαιο. Όταν όμως κινδυνεύουν τα δύο αυτά αγαθά, τότε η εμμονή στην ειρήνη αποτελεί ανανδρία, αναξιοπρέπεια και αφιλοτιμία.
Για όλα μπορούν να μας κατηγορήσουν. Ένα μόνο δεν θα πει κανείς: ότι δεν διατηρήσαμε, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, άσπιλη την εθνική μας φιλοτιμία. Έτσι άσπιλη θα την διατηρήσουμε και τώρα. Κοινή είναι η θέληση: Να το ξαναφορέσουμε. Γνώριμη στολή του λαού μας. Τη φόρεσε ο παππούς, τη φόρεσε ο πατέρας, θα τη φορέσει τώρα ο γιος. Και πάντα για τον ίδιο σκοπό. Για την Τιμή και για την Ελευθερία. Για τους ίδιους λόγους καλούμαστε και σήμερα. Το καθήκον υπογράφει τις προσκλήσεις. Η φωνή του είναι η πιο επιβλητική απ’ όλες τις φωνές. Τη δέχεσθε χωρίς υπολογισμούς. Η περηφάνια αγνοεί την αρίθμηση. Δεν μετρά τις δυνάμεις εκείνου που θέλει να την τσαλακώσει. Βαδίζει με το μέτωπο ψηλά στο δρόμο της τιμής. Οι Θερμοπύλες δεν είναι ένα γεωγραφικό σημείο, δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός. Είναι ένα σύμβολο. Το σύμβολο αυτό το διατήρησαν ψηλά οι γενεές των Ελλήνων. Από τις Θερμοπύλες ως το 21, και πέρα απ’ αυτό, με κλειστό το βιβλίο της αριθμητικής βάδισε το έθνος στους δρόμους των πεπρωμένων του. Με την αριθμητική στο χέρι δούλοι θα είμαστε σήμερα. Στην περιφρόνηση της αριθμητικής οφείλουμε την εθνική μας υπόσταση. Το 1940 δεν θα κάμει εξαίρεση. Παλιά και πρόσφατη ιστορία δείχνει ποιο κατάντημα περιμένει τους λαούς εκείνους που, με οδηγό τον υπολογισμό, έστερξαν σε ταπεινώσεις και σε διασυρμό της τιμής τους. Η τιμή που σπίλωσαν δεν είναι η μόνη τους θυσία. Μαζί μ’ αυτήν έχασαν και τα υλικά αγαθά που πίστεψαν ότι θα εξασφάλιζαν αν δέχονταν τον εξευτελισμό.
Καθήκον και συμφέρον είναι η προάσπιση της εθνικής τιμής. Στην εκτέλεση του καθήκοντος καλούνται οι πολίτες. Καθήκον προς τα μάρμαρα που αποτελούν τη δόξα των περασμένων, προς το βράχο που κοίλαναν ο ιδρώτας και το αίμα των γενεών που προηγήθηκαν, προς εμάς τους ίδιους, προς τους τάφους των πατέρων μας, προς τα λίκνα των παιδιών μας, που θα ντρέπονταν αν μας έβλεπαν απρόθυμους να συνεχίσουμε την εθνική μας παράδοση.
Αλλά τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει. Μας το είπε η χθεσινή μέρα. Θα μας το πουν οι επόμενες. Θα μας το λένε όλες οι μέρες, όσο υπάρχει ο γαλάζιος ουρανός μας, όσο υπάρχουν οι αφροί του Αιγαίου μας, για να σχηματίζουν την απέραντη κυανόλευκη, που αγκαλιάζει πέρα ως πέρα τους ελληνικούς ορίζοντες».
Μήπως, τελικά, ρθε καιρός νά φωνάξουμε καί μες τό δικό μας ΟΧΙ; Μήπως;









Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια